- χορδή
- η, ΝΜΑ, και χόρδα ΝΜ1. καθετί που κατασκευάζεται από έντερο2. νηματοειδές σώμα από έντερο, και, σήμερα, από μέταλλο, το οποίο, όταν τεντώνεται πάνω σε ηχείο μουσικού οργάνου και νύσσεται, παράγει ήχο (α. «οι χορδές τής κιθάρας» β. «φόρμιγγος ἐπιστάμενος καὶ ἀοιδῆς ῥηϊδίως ἐτάνυσσε νέῳ περὶ κόλλοπι χορδήν», Ομ. Οδ.)νεοελλ.1. η νευρά τού τόξου2. μαθημ. ευθεία γραμμή με την οποία ενώνονται δύο σημεία μιας καμπύλης3. ανατ. σχηματισμός που, μορφολογικά ή λειτουργικά, θυμίζει χορδή μουσικού οργάνου (α. «φωνητικές χορδές» — πτυχές τού λαρυγγικού βλεννογόνου οι οποίες πάλλονται και παράγουν τη φωνή όταν δονούνται από το ρεύμα τού εκπνεόμενου αέραβ. «χορδή τού τύμπανου» — κλάδος του προσωπικού νεύρου ο οποίος διασχίζει το κοίλο τού τυμπάνου τού αφτιού)4. είδος φαγητού από πλέγμα εντέρων, κν. γαρδούμπα5. βοτ. γένος χλωροφυκών6. φρ. α) «άγγιξε [ή έθιξε] την ευαίσθητη χορδή του»μτφ. βρήκε το ευαίσθητο σημείο τουβ) «συμπαθητικές χορδές»μουσ. χορδές που παράγουν ή μεταδίδουν τον ήχο όχι με άμεση κρούση τους αλλά με τη μεσολάβηση τού φαινομένου τής αντήχησηςγ) «νωτιαία χορδή»βιολ. νωτοχορδήαρχ.1. έντερο («κρέα δελφακίων, χορδαὶ τ' ἐρίφων», Εύβουλ.)2. μουσ. φθόγγος3. αλλαντικό4. παροιμ. φρ. «ἐγεύσατο χορδῆς ὁ κύων» — λεγόταν για εκείνους που ποθούσαν διαρκώς κάτι σπάνιο το οποίο είχαν δοκιμάσει μια φορά.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη και οικονομικότερη άποψη, η λ. χορδή αντιστοιχεί στο χεττιτ. karad- «έντερα» και έχει σχηματιστεί με συγκοπή μέσω ενός αμάρτυρου τ. *χοροδή, μολονότι, κατ' άλλους, το χεττιτ. έχει προέλθει από τον ελλ. τ. με ανάπτυξη. Λιγότερο πιθανή, ωστόσο, θεωρείται η παλαιότερη άποψη ότι η λ. χορδή ανάγεται στον ΙΕ τ. *ġhornā, από την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *ĝher- «χορδή», και συνδέεται μετά: αρχ. ινδ. hirā«ταινία», hirā «φλέβα», λατ. hernia «κήλη τών εντέρων», αρχ. άνω γερμ. garn «κλωστή από ξεραμένα έντερα» (πρβλ. και γερμ. Garn), αρχ. νορβ. gọrn «χορδή». Σε σχέση με τους παραπάνω τ., το οδοντικό -ό- τού ελλ. τ. παραμένει μεμονωμένο και δυσερμήνευτο, αν και θα μπορούσε, κατά μία υπόθεση, να οφείλεται πιθ. στην επίδραση τού σημασιολογικά συγγενούς καρδία.ΠΑΡ. αρχ. χορδάριοναρχ.-μσν.χορδεύωμσν.χορδίον νεοελλ. χορδίζω, χορδίτιδα, χόρδωμα, χορδωτά.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) χορδαψός, χορδοτόνοςαρχ.χορδολογώ, χορδοποιός, χορδοπώλης, χορδοστρόφος, χορδότονοςμσν.χορδόκοιλοννεοελλ.χορδοτομία, χορδόφωνο. (Β' συνθετικό) άχορδος, δίχορδος, έγχορδος, μονόχορδος, πεντάχορδος, πολύχορδος, τετράχορδος, τρίχορδοςαρχ.αντίχορδος, βαρύχορδος, εύχορδος, ολιγόχορδος, πρόσχορδος, σύγχορδοςνεοελλ.ισόχορδος, παράχορδος.].
Dictionary of Greek. 2013.